- νεκρορύκτης
- νεκρορύκτης, ου, ὁ,A body-snatcher, Phleg.Fr.36.1 J. (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεκρορύκτης — νεκρορύκτης, ὁ (Α) αυτός που σκάβει τους τάφους και βγάζει έξω τους νεκρούς, τυμβωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + ὀρύκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. τοιχ ορύκτης, χρυσ ορύκτης] … Dictionary of Greek
νεκρορύκτας — νεκρορύκτᾱς , νεκρορύκτης body snatcher masc acc pl νεκρορύκτᾱς , νεκρορύκτης body snatcher masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek